μετοπωρινός

μετοπωρινός
μετοπωρινός, όν (μετά + ὀπώρα ‘late summer’=‘after late summer’ or ‘autumn’; Hes., Thu. et al.; Philostrat., Vi. Apoll. 5, 6 p. 168, 24; Philo) autumnal καιροὶ μ. the autumn 1 Cl 20:9.—DELG s.v. ὀπώρα.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετοπωρινός — μετοπωρινός, ή, όν (ΑΜ) [μετόπωρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθινόπωρο, ο φθινοπωρινός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) μετοπωρινόν κατά την περίοδο τού φθινοπώρου …   Dictionary of Greek

  • μετοπωρινός — autumnal masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοπωρινά — μετοπωρινός autumnal neut nom/voc/acc pl μετοπωρινά̱ , μετοπωρινός autumnal fem nom/voc/acc dual μετοπωρινά̱ , μετοπωρινός autumnal fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοπωρινῶν — μετοπωρινός autumnal fem gen pl μετοπωρινός autumnal masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοπωρινόν — μετοπωρινός autumnal masc acc sg μετοπωρινός autumnal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοπωριναῖς — μετοπωρινός autumnal fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοπωριναί — μετοπωρινός autumnal fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοπωρινοῖς — μετοπωρινός autumnal masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοπωρινοί — μετοπωρινός autumnal masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοπωρινοῦ — μετοπωρινός autumnal masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοπωρινούς — μετοπωρινός autumnal masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”